βλίτο(ν)

βλίτο(ν)
το :

έφαγε βλίτα — он белены объелся;

είναι πιο κουτός από τα βλίτα — он полнейший идиот


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βλίτο(ν)" в других словарях:

  • βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη …   Dictionary of Greek

  • βλίτο — το 1. είδος άγριου χόρτου που τρώγεται βρασμένο ως σαλάτα. 2. φρ., «Τρώει βλίτα», είναι κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… …   Dictionary of Greek

  • συκομάμμας — ὁ, Α ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο μάμμας)] …   Dictionary of Greek

  • ατρίπληξ — (atriplex). Γένος φυτών της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Αριθμεί 140 είδη των εύκρατων και των υποτροπικών χωρών. Στην Ελλάδα φυτρώνουν 7 είδη: η α. ο κηπαίος, γνωστό κυρίως ως βλίτο ή χρυσολάχανο, φυτό εδώδιμο, η α. ο άλιμος, γνωστό κυρίως ως… …   Dictionary of Greek

  • mel-1 (also smel-), melǝ- : mlē-, mel-d- : ml-ed-, mel-dh-, ml-ēi- : mlī̆-, melǝ-k- : mlā-k-, mlēu- : mlū̆ - —     mel 1 (also smel ), melǝ : mlē , mel d : ml ed , mel dh , ml ēi : mlī̆ , melǝ k : mlā k , mlēu : mlū̆     English meaning: to grind, hit; fine, ground     Deutsche Übersetzung: “zermalmen, schlagen, mahlen”, speziell Korn; from “zerrieben”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»